- ευκολοστάλακτος
- και ευκολοστάλαχτος, -η, -ο (Μ εὐκολοστάλακτος, -ον)αυτός που στάζει, που σταλάζει εύκολαμσν.μτφ. επιρρεπής στα δάκρυα, ευσυγκίνητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… … Dictionary of Greek